- ανάρπαστος
- -η, -οαυτός που γρήγορα αρπάχτηκε, εξαφανίστηκε, πουλήθηκε: Τα κατσικάκια σήμερα έγιναν ανάρπαστα στην αγορά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀνάρπαστος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάρπαστος — η, ο (Α ἀνάρπαστος, όν και ός, ή, όν, Μ ἀνάρπαστος, η, ον) [αναρπάζω] αυτός που τον αρπάζουν ή τον άρπαξαν βίαια νεοελλ. (για εμπορεύματα) αυτός που πουλιέται ή πουλήθηκε πολύ γρήγορα, που εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού αρχ. 1. αυτός που σύρθηκε… … Dictionary of Greek
ἀναρπαστόν — ἀναρπαστός snatched up masc acc sg ἀναρπαστός snatched up neut nom/voc/acc sg ἀναρπαστός snatched up masc/fem acc sg ἀναρπαστός snatched up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρπαστοί — ἀναρπαστός snatched up masc nom/voc pl ἀναρπαστός snatched up masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάρπαστον — ἀνάρπαστος masc/fem acc sg ἀνάρπαστος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρπάστους — ἀνάρπαστος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάρπαστα — ἀνάρπαστος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάρπαστοι — ἀνάρπαστος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναρπάζω — (AM ἀναρπάζω) 1. σκύβω και αρπάζω κάτι από το έδαφος, αρπάζω προς τα επάνω 2. παίρνω κάτι με τη βία, το αρπάζω και το παίρνω μαζί μου 3. κυριεύω με έφοδο, λαφυραγωγώ αρχ. 1. σέρνω, τραβώ με τη βία 2. αρπάζω κάτι από τη μέση, κάνω απαγωγή, απάγω 3 … Dictionary of Greek
ἀναρπαστάν — ἀναρπαστά̱ν , ἀναρπαστός snatched up fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)